στροφίδι
Смотреть что такое "στροφίδι" в других словарях:
στροφίδι — το, Ν [στροφείο] (στον Ερωτόκρ.) μανιβέλα, στροφείο («στροφίδι μάγγανον») … Dictionary of Greek
στροφίδι — το, Ν [στροφείο] (στον Ερωτόκρ.) μανιβέλα, στροφείο («στροφίδι μάγγανον») … Dictionary of Greek